- πολυμάσχαλος
- -ον, Α(για φυτό) αυτός που έχει πολλές μασχάλες, πολλά παρακλάδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. ετερο-μάσχαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυμάσχαλος — with many side branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμάσχαλον — πολυμάσχαλος with many side branches masc/fem acc sg πολυμάσχαλος with many side branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμάσχαλα — πολυμάσχαλος with many side branches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασχάλη — και μασκάλη και αμασκάλη, η (ΑM μασχάλη) 1. ανατ. κοιλότητα που σχηματίζεται στη ρίζα τού άνω άκρου ανάμεσα στον βραχίονα και στο θωρακικό τοίχωμα 2. (για ζώα) η κοιλότητα που σχηματίζεται μεταξύ τής ρίζας τών μπροστινών ποδιών και τού κορμού 3.… … Dictionary of Greek